- ζυθόγλευκος
- τοσακχαρώδες υγρό που παρασκευάζεται με κατεργασία τής βύνης με καυτό νερό και με ζύμωση μετατρέπεται σε μπίρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύθος + γλεύκος, το «μούστος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλεύκος — το (AM γλεῡκος) ο μούστος, το νέο κρασί που δεν έχει ακόμη υποστεί ζύμωση μσν. ποτό που δεν κατασκευάζεται από σταφύλια·|| αρχ. 1. ο χυμός τού σταφυλιού 2. η ορμή («τῆς ἡλικίας τὸ γλεῦκος») 3. η γλυκύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με απαθή βαθμίδα… … Dictionary of Greek